δραμάτιον

δραμάτιον
δραμάτιον, το (Α)
δραματάκι, δράμα δευτερεύουσας σημασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δραμάτιον — δρᾱμάτιον , δραμάτιον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απλούχειρ, Μιχαήλ — (12oς αι.). Βυζαντινός θεατρικός συγγραφέας. Έζησε περίπου την ίδια εποχή με τον ποιητή και λόγιο Ιωάννη Τζέτζη (1110 80). Η επίδραση του τελευταίου είναι έντονη στο έργο του Α. Δραμάτιον, ποίημα που αποτελείται από 122 τρίμετρα και εκδόθηκε για… …   Dictionary of Greek

  • δραματίῳ — δρᾱματίῳ , δραμάτιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”